- μελεδωνός
- μελεδωνόςattendantmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελεδωνός — μελεδωνός, ὁ και ἡ (Α) [μελεδών] 1. αυτός που φροντίζει για κάτι ή αυτός που επιμελείται κάτι, φροντιστής, επιμελητής, επιστάτης («τῶν τὸν ἕτερον καταλελοίπεε τῶν οἰκίων μελεδωνὸν ὁ Καμβύσης», Ηρόδ.) 2. μτφ. πολύ μορφωμένος άνθρωπος 3. τίτλος… … Dictionary of Greek
μελεδῶνος — μελεδών sufferings fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελεδωνοῖς — μελεδωνός attendant masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελεδωνοί — μελεδωνός attendant masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελεδωνούς — μελεδωνός attendant masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελεδωνέ — μελεδωνός attendant masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελεδωνῷ — μελεδωνός attendant masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελεδωνόν — μελεδωνός attendant masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελεδωνεύς — μελεδωνεύς, έως, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) μελεδωνός* («μελεδωνεύς ὁ φύλαξ καὶ τὰ ὅμοια», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μελεδών + κατάλ. εύς] … Dictionary of Greek
μελεδών — και μεληδών, ῶνος και μελεδώνη, ἡ (Α) 1. μελέτη 2. μέριμνα, φροντίδα («δέεται πολλῆς μελεδῶνος», Ιπποκρ.) 3. στον πληθ. αἱ μελεδῶνες και μελεδῶναι λύπες, έγνοιες, σκοτούρες («πυκιναὶ δὲ μοι ἀμφ ἁδινὸν κῆρ ὀξεῑαι μελεδῶνες ὀδυρομένην ἐρέθουσιν»,… … Dictionary of Greek